-
1 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
2 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
3 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
4 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
См. также в других словарях:
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
πολωσίμετρο — Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
στρέψη — Παραμόρφωση που υφίσταται ένα στερεό από τις δράσεις δύο ζευγών, ίσης και αντίθετης ροπής, τα οποία βρίσκονται σε επίπεδα δύο διάφορων εγκάρσιων τομών του ορισμένου σώματος. Με τις συνθήκες αυτές, το σώμα δεν υφίσταται περιστροφή στο σύνολό του,… … Dictionary of Greek
υψηλή πιστότητα — (απόδοση της αγγλικής έκφρασης High Fidelity, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά HiFi). Στην ηλεκτροακουστική, η πιστή απόδοση μιας διάταξης αναπαραγωγής του ήχου (μικρόφωνο, πικάπ, μαγνητόφωνο, ενισχυτής κλπ.), στην οποία η μορφή του σήματος… … Dictionary of Greek
φωτοελαστικομετρία — η, Ν φυσ. οπτική μέθοδος μελέτης τής κατανομής και τού μεγέθους τών τάσεων ή τών παραμορφώσεων που εκδηλώνονται σε στερεό υποκείμενο σε δεδομένες καταπονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelasticimetrie < φωτ(ο) * + ελαστικός +… … Dictionary of Greek
ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… … Dictionary of Greek